-
1 нитка
-и θ.κλωστή, νήμα•хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•
шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•
вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•
маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•
нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.
|| μτφ. γραμμή.εκφρ.винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω.